Όπως και στη ζωή με τη γέννηση, τη διάρκεια της ζωής με τις εξελικτικές της φάσεις και το θάνατο έτσι η παιγνιοθεραπευτική διαδικασία με ένα συμβολικό τρόπο αναπαριστά την αρχή τη μέση και το τέλος της διαδικασίας.
Στην παιγνιοθεραπεία μα και σε κάθε θεραπευτική διαδικασία υπάρχει η αρχή η μέση και το τέλος τόσο της αυτοτελούς συνεδρίας όσο και ολόκληρης της θεραπευτικής διαδικασίας. Οι γονείς ως γεννήτορες φέρνουν ένα παιδί στον κόσμο και αποτελούν την κινητήρια δύναμη για αυτά. Στην αρχή της θεραπευτικής διαδικασίας ο πατέρας και η μητέρα βρίσκονται εκεί. Οι κινήσεις, ο τρόπος που θα εξερευνήσουν ή όχι τα παιχνίδια, η περιέργειά τους και κατά πόσο αυτή είναι καλλιεργημένη, το πως χειρίζονται τα όρια και τους κανόνες, το επίπεδο κατανόησης και ο τρόπος επικοινωνίας τους, δείχνει όχι μόνο το επίπεδο εξέλιξής τους μα και τον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας και η μητέρα έχουν τροφοδοτήσει αυτά τα παιδιά.
Στην αρχή των συνεδριών υπάρχει η εξερεύνηση, η ανακάλυψη, η προσπάθεια προσέγγισης, η εμπιστοσύνη ή η μη. Κατά τη διάρκεια τα παιδιά ανακαλύπτουν, μαθαίνουν, εξηγούν, δοκιμάζουν, μαθαίνουν νέους τρόπους, εμπιστεύονται, όπως κάνουν και στη ζωή. Και στο τέλος δοκιμάζεται ο αποχωρισμός, ένας μικρός θάνατος, το τέλος. Η διαφορά με τη ζωή είναι πως όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα συμβολικό επίπεδο, μέσα σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, και με έναν άνθρωπο – το θεραπευτή- ο οποίος μπορεί να έρθει τόσο κοντά και να παίξει για το παιδί πολύ σημαντικούς ρόλους, και ταυτόχρονα να μπορεί να είναι μακριά από την καθημερινότητα του.
Στο τέλος των συνεδριών δοκιμάζεται και η εμπειρία του παιδιού στους αποχωρισμούς, στην απώλεια στην τραυματική εμπειρία που μπορεί να έχει περάσει. Παιδιά με άγχος αποχωρισμού δυσκολεύονται να κλείσουν. Θυμώνουν. Τα παρατάνε και φεύγουν, κλαίνε, παίζουν μεταξύ τους, ή λειτουργούν ατομικά.
. …«Όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε να βάλουν τέλος στην ιστορία τους για άλλη μια φορά δυσκολεύτηκαν και τα διέλυσαν όλα. Δεν ήθελαν να ζωγραφίσουν το καραβάκι, το οποίο και έκανε η Αμαλία μόνη της και άρχισαν να περιστρέφονται στο χώρο»….
…«Τα παιδιά έφυγαν κι εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι πως γίνεται κάθε φορά να κλείνουν με ένταση και με θυμό. Ακόμη και στις συναντήσεις που λειτουργούσαν καλά χωρίς να τσακωθούν μεταξύ τους έβρισκαν ένα τρόπο στο τέλος και θύμωνα»….
Ο Yallom μιλώντας για την πένθιμη οργή και τη σημαντικότητα αυτή να βρίσκει χώρο έκφρασης στο θεραπευτικό πλαίσιο, φέρνει για παράδειγμα μια γυναίκα που είχε πεθάνει ο σύζυγός της και βρισκόταν σε θεραπευτική διεργασία μαζί του. Δεν της άρεσε καθόλου το τέλος της ώρας των συνεδριών, «γιατί έπρεπε να γυρίσει σε μια ζωή, όπου δεν είχε ούτε εμένα, ούτε τον Τζάκ. Αυτό ήταν που έκανε επεισοδιακό το τέλος της κάθε συνεδρίας» (1999:149). «..Τις περισσότερες φορές έφευγε από το γραφείο θυμωμένη».
Λίγο παρακάτω μιλάει για τη σημαντικότητα του να εμπεριεχθεί αυτός ο θυμός από το θεραπευτή, να τον αναζητήσει και να κατανοήσει ότι πίσω από αυτόν κρύβεται η βαθιά θλίψη, η απόγνωση και ο φόβος. Η ανατροφοδότηση από την πελάτισσα του ήταν ουσιαστικής σημασίας. «Την είχα βοηθήσει κυρίως με το να συνδεθώ μαζί της και να μην αφήσω να με τρομάξει τίποτα από όσα έκανε ή έλεγε. Επίσης την είχα βοηθήσει κρατώντας της το χέρι, αυτοσχεδιάζοντας, επικυρώνοντας τη φρίκη αυτού που ζούσε και υποσχόμενος να μείνω μαζί της ως το τέλος» (Yallom, 1999:201).
Ο Φρόιντ -αν και αναλυτικός- αναφερόμενος στο θάνατο, ενισχύει και αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της δραματοποίησης και της μυθοπλασίας για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο θάνατος σαν πραγματικότητα και έννοια φοβίζει τον καθένα και τον ενοχοποιεί όταν πρόκειται για κάποιον δικό του. Δεν παύει, όμως, να είναι έννοια ουσιαστική και απαραίτητη στην πορεία της ζωής. «Επόμενο είναι να αναζητούμε για τις απώλειες της ζωής ένα υποκατάστατο στον κόσμο της μυθοπλασίας, στη λογοτεχνία, στο θέατρο. Εκεί βρίσκουμε ανθρώπους που ξέρουν να πεθαίνουν, ακόμη και τέτοιους που καταφέρνουν να σκοτώσουν έναν άλλο….Στο πεδίο της μυθοπλασίας πεθαίνουμε ταυτιζόμενοι με έναν ήρωα, παραταύτα όμως επιζούμε και είμαστε έτοιμοι, για δεύτερη φορά πάλι χωρίς ζημιά, να πεθάνουμε μαζί με άλλον ήρωα». (Φρουντ, 1998:46).
Με αυτό τον τρόπο και στην παιγνιοθεραπευτική διαδικασία τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι και το ρόλο, συμβολικά σκοτώνουν και σκοτώνονται ξανά και ξανά. Σκοτώνουν τους δικούς τους ανθρώπους, γεμίζουν ενοχές, και το ξαναδοκιμάζουν, τους ξαναζωντανεύουν μαγικά, και τους ξανασκοτώνουν. Σκοτώνουν και τους εαυτούς τους, σκοτώνουν τους ήρωες που έχουν επιλέξει για να παίξουν, και αυτό το παιχνίδι των παιδιών συνεχίζει αέναα και χωρίς τελειωμό ξανά και ξανά.
Η διαδικασία της παιγνιοθεραπείας διευκολύνει την αναβίωση του θανάτου και του αποχωρισμού με έναν επιπλέον τρόπο. Συνήθως οι συνεδρίες είναι προκαθορισμένες και το παιδί τις γνωρίζει. Ταυτόχρονα το παιδί μαζί με το θεραπευτή στο τέλος κάθε συνεδρίας βρίσκουν ένα συμβολικό τρόπο να τις αναπαραστήσουν, και να ορίσουν τις εναπομείναντες συνεδρίες.
Ταυτόχρονα σε κάθε συνεδρία υπάρχει προετοιμασία από τα δέκα τελευταία λεπτά και στο τέλος το κλείσιμο και μάζεμα του χαλιού. Με αυτούς τους τρόπους επιτρέπεται στο παιδί να προετοιμαστεί μα και να ελέγχει, κατά κάποιο τρόπο, το χρόνο και τον τρόπο κλεισίματος. Γνωρίζει και προετοιμάζεται και αυτό είτε αναπαραγάγει το αιφνίδιο και βίαιο, απότομο τέλος είτε του δίνει την ευκαιρία να διαχειριστεί έναν αποχωρισμό με τον τρόπο που το ίδιο το παιδί θα επιθυμούσε να ήταν.
Βιβλιογραφία:
Yallom D., Irvin. Η μάνα και το νόημα της ζωής. Αθήνα: Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Φρουντ Σίγκμουντ. 1998. Επίκαιρες Παρατηρήσεις. Για τον πόλεμο και το θάνατο. Αθήνα:Επίκουρος.
Μαρία Τσιφούτη
Ψυχολόγος – Παιγνιοθεραπεύτρια του κέντρου «Οικογένεια»